- χρόνιος
- α, ο [ία, ον]1) давний, старинный, старый; древний; 2) хронический, застарелый; затяжной (о болезни); 3) продолжительный, длительный, долгий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρόνιος — after a long time masc nom sg χρόνιος after a long time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόνιος — after a long time masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνιος — α, ο / χρόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [χρόνος] 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια αρχ. 1 … Dictionary of Greek
χρόνιος — α, ο 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, αυτός που υπάρχει από πολύ χρόνο. 2. σε ασθένειες, αυτός που χρονίζει, αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο: Η πάθηση αυτή είναι χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονιώτερον — χρόνιος after a long time adverbial comp χρόνιος after a long time masc acc comp sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc comp sg χρόνιος after a long time masc acc comp sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc comp sg χρόνιος after a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιωτάτων — χρόνιος after a long time fem gen superl pl χρόνιος after a long time masc/neut gen superl pl χρόνιος after a long time fem gen superl pl χρόνιος after a long time masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιωτέραις — χρόνιος after a long time fem dat comp pl χρονιωτέρᾱͅς , χρόνιος after a long time fem dat comp pl (attic) χρόνιος after a long time fem dat comp pl χρονιωτέρᾱͅς , χρόνιος after a long time fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιωτέρων — χρόνιος after a long time fem gen comp pl χρόνιος after a long time masc/neut gen comp pl χρόνιος after a long time fem gen comp pl χρόνιος after a long time masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιώτατα — χρόνιος after a long time adverbial superl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl pl χρόνιος after a long time adverbial superl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιώτατον — χρόνιος after a long time masc acc superl sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl sg χρόνιος after a long time masc acc superl sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίως — χρόνιος after a long time adverbial χρόνιος after a long time masc acc pl (doric) χρόνιος after a long time adverbial χρόνιος after a long time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)